- παράστρατο
- τοβλ. παραστράτι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραστράτι — και παράστρατο, το στενός δρόμος, στρατί, που αρχίζει από έναν πλατύτερο δρόμο και οδηγεί συνήθως συντομότερα προς το τέρμα, αλλ. λοξή στράτα («το καλό το παλικάρι ξαίρει κι άλλα παραστράτια [ή μονοπάτια]» παροιμ. για έξυπνα ή έμπειρα άτομα που… … Dictionary of Greek